λυσόμενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: λυσάμενος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική λυσόμενος λυσομένη τὸ λυσόμενον
      γενική τοῦ λυσομένου τῆς λυσομένης τοῦ λυσομένου
      δοτική τῷ λυσομέν τῇ λυσομέν τῷ λυσομέν
    αιτιατική τὸν λυσόμενον τὴν λυσομένην τὸ λυσόμενον
     κλητική ! λυσόμενε λυσομένη λυσόμενον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ λυσόμενοι αἱ λυσόμεναι τὰ λυσόμεν
      γενική τῶν λυσομένων τῶν λυσομένων τῶν λυσομένων
      δοτική τοῖς λυσομένοις ταῖς λυσομέναις τοῖς λυσομένοις
    αιτιατική τοὺς λυσομένους τὰς λυσομένᾱς τὰ λυσόμεν
     κλητική ! λυσόμενοι λυσόμεναι λυσόμεν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λυσομένω τὼ λυσομέν τὼ λυσομένω
      γεν-δοτ τοῖν λυσομένοιν τοῖν λυσομέναιν τοῖν λυσομένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυσόμενος' όπως «λυσόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

λυσόμενος, -η, -ον