Μετάβαση στο περιεχόμενο

λωβιάζω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λωβιάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λωβιάζω < λώβ(α) + -ιάζω[1] < αρχαία ελληνική λωβάζω, τύπος του λωβάομαι / λωβώμαι (κακομεταχειρίζομαι, ακρωτηριάζω) < λώβη (ακρωτηριασμός)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /loˈvʝa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λωβιάζω

λωβιάζω, αόρ.: λώβιασα, μτχ.π.π.: λωβιασμένος (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη λώβα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λωβιάζω < λώβ(α) + -ιάζω < αρχαία ελληνική λωβάζω, τύπος του λωβάομαι / λωβώμαι (κακομεταχειρίζομαι, ακρωτηριάζω) < λώβη (ακρωτηριασμός)

λωβιάζω

Ρηματικοί τύποι

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη λώβα