λόττο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λόττο < → δείτε τη λέξη λότο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈlo.to/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λόττο ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]