λόχια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | λόχια | ||
γενική | των | λοχίων | ||
αιτιατική | τα | λόχια | ||
κλητική | λόχια | |||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λόχια < αρχαία ελληνική λόχια, ουδέτερο του λόχιος
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λόχια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (φυσιολογία) τα υγρά που εκκρίνει ο κόλπος της λεχώνας, κατά τη διάρκεια της λοχείας
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λόχια
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)