λύκειον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Λύκειον

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

λύκειον (σημασία: που αφορά τον λύκο)

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του λύκειος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του λύκειος
    ΑΠΟΓΟΝΟΙ: (καθαρεύουσα) λύκειον νέα ελληνικά: λύκειο

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • για το γυμάνσιο και την παλαίστρα στην Αθήνα → δείτε Λύκειον