λύμη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λύμη | οι | λύμες |
γενική | της | λύμης | των | λυμών |
αιτιατική | τη | λύμη | τις | λύμες |
κλητική | λύμη | λύμες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λύμη < (λόγιο δάνειο) αρχαία ελληνική λύμη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λύμη θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λύμη
|
Πηγές[επεξεργασία]
- λύμη - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
λυμῡ- | |||||
ονομαστική | ἡ | λύμη | αἱ | λῦμαι | |
γενική | τῆς | λύμης | τῶν | λυμῶν | |
δοτική | τῇ | λύμῃ | ταῖς | λύμαις | |
αιτιατική | τὴν | λύμην | τὰς | λύμᾱς | |
κλητική ὦ! | λύμη | λῦμαι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λύμᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | λύμαιν | |||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | |||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'νίκη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λύμη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λύμη θηλυκό
- (σημασία «βλάβη»)
- κακοποίηση, ακρωτηριασμός, βλάβη
- υβριστική μεταχείριση, ατιμία, βρισιές
- (μεταφορικά) όλεθρος
- (σημασία «λύμα, ακαθρασία») άλλη μορφή του λῦμα: ρύπος, ακαθαρσία
Πηγές[επεξεργασία]
- λύμη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λύμη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'γνώμη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'νίκη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)