Μετάβαση στο περιεχόμενο

λᾶας

Από Βικιλεξικό
αρσενικό ή θηλυκό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική
λᾶᾰς
& λᾶς
οἱ
αἱ
λᾶες
      γενική τοῦ
τῆς
λᾶος τῶν λάων
      δοτική τῷ
τῇ
λᾶϊ τοῖς
ταῖς
λάεσῐ(ν)
& λάεσσῐ́ επικός
    αιτιατική τὸν
τὴν
λᾶαν
& λᾶν
τοὺς
τὰς
λᾶας
     κλητική ! λᾶᾰς
& λᾶς
λᾶες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λᾶε
γεν-δοτ τοῖν 
ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'ανώμαλα' - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λᾶας < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *leh₁u- (πέτρα)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λᾶας αρσενικό ή θηλυκό

  1. πέτρα, λίθος
  2. βράχος

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]