λῆμμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ λῆμμᾰ τὰ λήμμᾰτ
      γενική τοῦ λήμμᾰτος τῶν λημμᾰ́των
      δοτική τῷ λήμμᾰτ τοῖς λήμμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ λῆμμᾰ τὰ λήμμᾰτ
     κλητική ! λῆμμᾰ λήμμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λήμμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  λημμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λῆμμα < λαμβάνω (θέμα: ληβ-) + -μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λῆμμα ουδέτερο

  1. οτιδήποτε λαμβάνει κάποιος
  2. εισόδημα
  3. αποδοχές
  4. κέρδος, ωφέλεια
     συνώνυμα:: (λατινικά) lucrum
  5. επιχείρημα, προκείμενη συλλογισμού
  6. (ελληνιστική σημασία) θέμα επιγράμματος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]