μάγια
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈma.ʝa/
- τονικό παρώνυμο: μαγιά
- παρώνυμο: μαγεία
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μά‐για
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | μάγια | ||
γενική | των | — | ||
αιτιατική | τα | μάγια | ||
κλητική | μάγια | |||
Με συνίζηση στην κατάληξη: προφέρεται ως παροξύτονο. | ||||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- μάγια < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μάγια < αρχαία ελληνική μαγεία με μετακίνηση τόνου και αλλαγή γένους[1] ή ουδέτερο του επιθέτου μάγιος[2] < → δείτε τη λέξη μάγος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μάγια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό, χωρίς γενική
- η μαγική ενέργεια που στρέφεται προς κάποιον ή κάτι
- (κατ’ επέκταση) η μαγεία
- (μεταφορικά) η μαγεία, η γοητεία, η ομορφιά, τα θέλγητρα
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- κάνω μάγια: ασκώ τη μαγεία και τη χρησιμοποιώ για να μαγέψω κάποιον, να τον βλάψω ή να τον θέσω υπό τον έλεγχό μου · (μεταφορικά) γοητεύω
- δένω με μάγια: μαγεύω κάποιον
- λύνω τα μάγια: ενεργώ ώστε να πάψει να υφίσταται μαγική επίδραση πάνω σε κάποιον ή σε κάτι
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- μαγικά (ουδέτερο πληθυντικός)
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη μάγος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μάγια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | μάγια | ||
γενική | των | μάγια | ||
αιτιατική | τα | μάγια | ||
κλητική | μάγια | |||
ΑΚΛΙΤΟ | ||||
όπως «άκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- γλώσσα των Ινδιάνων Μάγια που ζουν στο Μεξικό (μάγια του Γιουκατάν) ή στη Γουατεμάλα (Κιτσέ)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Ετυμολογία 3
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μάγια | οι | μάγιες |
γενική | της | μάγιας | — | |
αιτιατική | τη | μάγια | τις | μάγιες |
κλητική | μάγια | μάγιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- μάγια < ίσως (άμεσο δάνειο) γαλλική maille (προφορά maj) + κατάληξη θηλυκού -α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μάγια θηλυκό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μάγια χορού
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ «μάγος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ μάγια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μάγια < μαγεία με αναβιβασμό τόνου και αλλαγή γένους < αρχαία ελληνική μαγεία [1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μάγια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη μάγος
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ «μάγος» -Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- μάγια - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ιδιόκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μετακινήσεις τόνου (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Χορός (νέα ελληνικά)
- Ενδυμασία (νέα ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)