μάγκας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μάγκας οι μάγκες
      γενική του μάγκα
    αιτιατική τον μάγκα τους μάγκες
     κλητική μάγκα μάγκες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μάγκας < μάγκα (θηλυκό) < αλβανική mangë[1] [2] (δάρτης λιναριού ή κανναβιού, (μεταφορικά) χαμίνι, αλάνι)[3] < mang (μικρό ζώου, χαμίνι, αλάνι)[4] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mey- (μικρός, λίγος)
Υπάρχει και η άποψη: < αλβανική mangë < τουρκική manga[1] < (παλαιά) ιταλική banka[1] [5] / banca[1] (πάγκος κωπηλατών σε γαλέρα)[1] < πρωτογερμανική *bankiz (πάγκος) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰeg- (κάμπτω, καμπυλώνω)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μάγκας αρσενικό

  1. χαρακτηριστικός λαϊκός τύπος με ιδιαίτερη εμφάνιση, ομιλία και συμπεριφορά
  2. παλικαράς, νταής
  3. ο ικανός στον τομέα του

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • κάνω τον μάγκα: κάνω κάτι παράτολμο, ασύνετο
  • τζάμπα μάγκας: αυτός που παριστάνει τον τολμηρό, ενώ ξέρει πως δεν πρόκειται να χρειαστεί να αποδείξει την τόλμη του

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 μάγκας - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. μάγκας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. Mann Stuart, An historical Albanian-English dictionary, εκδ. Longmans, Green, and co., Λονδίνο 1948, λήμμα mangë.
  4. Vladimir Orel, Albanian Etymological Dictionary, εκδ. Brill, Λέιντεν–Βοστώνη 1998, ISBN 978-90-04-11024-3, λήμμα: mang
  5. Ο Κώστας Καραποτόσογλου («Συγκριτικές διερευνήσεις στα νέα ελληνικά», Λεξικογραφικόν δελτίον Ακαδημίας Αθηνών, τ. 16, 1986) ετυμολογεί την τουρκική manga: < ισπανική manga (ομάδα οπλοφόρων) < λατινική manica < manus.