μάγκωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μάγκωμα < μαγκώνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μάγκωμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του μαγκώνω, η ενέργεια
- η αίσθηση του μαγκώματος στο σώμα, το έντονο πιάσιμο που μοιάζει να ακινητοποιεί μια άρθρωση, η αίσθηση έντονου σφιξίματος
- Η σπονδυλοαρθρίτιδα χαρακτηρίζεται από ένα μάγκωμα στη σπονδυλική στήλη
- συγκατημένη συναισθηματική κατάσταση, αμήχανη, συνεσταλμένη στάση, χωρίς πρωτοβουλίες
- Δυσκολεύτηκε στην αρχή, γιατί ένιωθε ένα μάγκωμα μέσα σε τόσους αγνώστους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μάγκωμα
|