μάδησις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μάδησις < αρχαία ελληνική μάδησις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μάδησις θηλυκό

Δείτε επίσης: μάδημα

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μάδησις < μαδάω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μάδησις-εως

  • η απώλεια των μαλλιών
'μάδησίς τε ὅλης τῆς κεφαλῆς ἐγίνετο καὶ τοῦ γενείου καὶ... (Ιπποκρ. Επιδημιών Γ, Κατάστασις 4)

Συγγενικά[επεξεργασία]