μάζεψε τα κουλά σου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
μάζεψε τα κουλά σου!
- (προφορικό, προσβλητικό) μάζεψε τα χέρια σου (λέγεται για απρεπή χειρονομία κάποιου όταν πάει να πιάσει κάτι)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μάζεψε τα κουλά σου
|