μάθησις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μάθησῐς αἱ μαθήσεις
      γενική τῆς μαθήσεως τῶν μαθήσεων
      δοτική τῇ μαθήσει ταῖς μαθήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν μάθησῐν τὰς μαθήσεις
     κλητική ! μάθησῐ μαθήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μαθήσει
γεν-δοτ τοῖν  μαθησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μάθησις < μανθάνω, μαθη- + -σις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μάθησις, -εως θηλυκό

  1. μάθηση
  2. επιθυμία για μάθηση
  3. διδαχή

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη μανθάνω

Πηγές[επεξεργασία]