μάλαγμα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μάλαγμα < μαλάσσω + -μα
- μάλαγμα < μεσαιωνική ελληνική μάλαγμα < ελληνιστική κοινή μάλαγμα < αρχαία ελληνική μαλάσσω < μαλακός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈma.laɣ.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μά‐λαγ‐μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μάλαγμα ουδέτερο
- άλλη μορφή του μάλαξη
- άλλη μορφή του μάλαμα
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)