μάλθη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μάλθη < ομόρριζο του μαλθακός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μάλθη θηλυκό (απαντάται και μάλθα)
- μίγμα κεριού και πίσσας για την επίχριση πινακίδων (που επρόκειτο να χηρισμοποιηθούν για γραφή) αλλά και για την επίχριση πλοίων
- ἐν μάλθῃ γεγραμμένη μαρτυρία