μάλκη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μάλκη < αβεβαιης ετυμολογίας, συγγενές με το μαλθακός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μάλκη θηλυκό

  1. νάρκη, κωματώδης κατάσταση συνήθως από ψύχος
  2. κρυοπάγημα
  3. μούδιασμα

Συγγενικά[επεξεργασία]