μάμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μάμος | οι | μάμοι |
γενική | του | μάμου | των | μάμων |
αιτιατική | τον | μάμο | τους | μάμους |
κλητική | μάμε | μάμοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μάμος < μαμή.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μάμος αρσενικό
- Ο μαιευτήρας.
- Εγώ είμαι ο περίφημος ιατρός, χερούργος, μάμος, και σπετσέρης ντετόρ Τζαλάπας... (Δημ. Βυζάντιου, Βαβυλωνία, Πράξη Δ' - Σκηνή Ι).
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μάμος
|