μάμπο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μάμπο < ισπανική mambo
χορευτές μάμπο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μάμπο ουδέτερο άκλιτο

  • κλασικός λατινοαμερικάνικος χορός κουβανικής προέλευσης,

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]