μάννα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μάννα θηλυκό
- άλλη γραφή της λέξης μάνα, της μητέρας
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μάννα < (ελληνιστική κοινή) μάννα < από το εβραϊκό מן (μάν) ή (όπως αναφέρει το εβραϊκό Τορά) απο τη φράση των έκπληκτων Εβραίων (מַה-הוּא : Mα χου; Τι, ποιός;)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μάννα ουδέτερο
- (θρησκεία) το τρόφιμο που αναφέρει η Έξοδος ότι έριξε ο Θεός στους Εβραίους από τον ουρανό (εξ ου και η φράση:)
- μάννα εξ ουρανού (για τον από μηχανής θεό ή για τη βοήθεια που παρέχεται ανέλπιστα σαν θεϊκό δώρο)