μάντης
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | μάντης | μάντεις |
γενική | μάντη | μάντεων |
αιτιατική | μάντη | μάντεις |
κλητική | μάντη | μάντεις |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μάντης < αρχαία ελληνική μάντις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μάντης αρσενικό, μάντισσα θηλυκό
- στην αρχαιότητα, πρόσωπο με ιερή ιδιότητα που ερμήνευε τα σημάδια που πίστευαν ότι έστελναν οι θεοί και έδινε χρησμούς
- (κυπριακή διάλεκτος) (σκωπτικά) άτομο που κατάγεται από την πόλη της Λάρνακας
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- μάντης είσαι;: ειρωνική φράση που λέγεται όταν κάποιος βρίσκει την απάντηση σε κάτι το προφανές