μάντισσα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μάντισσα θηλυκό
- αυτή που μαντεύει τα μελλούμενα, που προφητεύει
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μάντισσα
|