μάντρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μάντρισμα ουδέτερο (πιο δόκιμο στον ενικό)
- περιορίζω ζώα στο μαντρί
- περιορίζω ανθρώπους (ανήλικα παιδιά, κομματικά στελέχη που θέλουν να αυτονομηθούν κ.λπ.)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μάντρισμα
|