μάξις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μάξις < αρχαία ελληνικήμάσσω (από τον αόριστο ἔμαξα)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μάξις θηλυκό (γενική : μάξεως)
- το σπόγγισμα
- το καθάρισμα του κοίλου εσωτερικού των παλιών πυροβόλων όπλων με μάκτρο και η επάλειψή τους με λίπος -εργασία απαραίτητη μετά από κάθε βολή ειδικά στα εμπροσθογεμή για να μην αναφλέγονται στην επόμενη βολή