μάξις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μάξις < αρχαία ελληνικήμάσσω (από τον αόριστο ἔμαξα)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μάξις θηλυκό (γενική : μάξεως)

  1. το σπόγγισμα
  2. το καθάρισμα του κοίλου εσωτερικού των παλιών πυροβόλων όπλων με μάκτρο και η επάλειψή τους με λίπος -εργασία απαραίτητη μετά από κάθε βολή ειδικά στα εμπροσθογεμή για να μην αναφλέγονται στην επόμενη βολή

Μεταφράσεις[επεξεργασία]