μάραγδος
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | μάραγδος | οἱ | μάραγδοι | ||||
γενική | τοῦ | μαράγδου | τῶν | μαράγδων | ||||
δοτική | τῷ | μαράγδῳ | τοῖς | μαράγδοις | ||||
αιτιατική | τὸν | μάραγδον | τοὺς | μαράγδους | ||||
κλητική ὦ! | μάραγδε | μάραγδοι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μαράγδω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | μαράγδοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μάραγδος < → δείτε τη λέξη σμάραγδος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μάραγδος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- (ορυκτολογία) άλλη μορφή του σμάραγδος
- ※ 3ος πκε αιώνας Ασκληπιάδης ο Σάμιος, Επίγραμμα XXIV στην ⌘ Παλατινή Ανθολογία, βιβλίο 12ο, επίγραμμα 163, στίχ. 1 (1-4) @perseus.tufts.edu
- εὗρεν Ἔρως τί καλῷ μίξει καλόν, οὐχὶ μάραγδον
χρυσῷ, ὃ μήτ᾽ ἀνθεῖ, μήτε γένοιτ᾽ ἐν ἴσῳ,
οὐδ᾽ ἐλέφαντ᾽ ἐβένῳ, λευκῷ μέλαν, ἀλλὰ Κλέανδρον
Εὐβιότῳ, πειθοῦς ἄνθεα καὶ φιλίης.- Βρήκε ο Έρωτας ν' αναμείξει κάτι ωραίο με ωραίο, όχι το σμαράγδι
με το χρυσό, το οποίο ούτε λάμπει, ούτε θα γινόταν να εξισωθεί με το χρυσάφι,
ούτε το ελεφαντόδοντο με τον έβενο, με το λευκό το μαύρο, αλλά τον Κλέανδρο
με τον Ευβίοτο, λουλούδια της πίστης και της φιλίας. - Μετάφραση: Νάστος Ιωάννης, Τα επιγράμματα του Ασκληπιάδου του Σαμίου: εισαγωγή - κείμενο - μετάφραση - σχολία, διδακτορική διατριβή, ΕΚΠΑ, Αθήνα, 2002, σελ. 133
- ΣτΕ: Το επίγραμμα αναφέρεται σε έναν ομοφυλοφιλικό έρωτα.
- Βρήκε ο Έρωτας ν' αναμείξει κάτι ωραίο με ωραίο, όχι το σμαράγδι
- εὗρεν Ἔρως τί καλῷ μίξει καλόν, οὐχὶ μάραγδον
- ※ 278 πκε, Επιγραφή από την Δήλο. IG XI,2 161. face B.1, στ. 44 (44-45), @epigraphy.packhum.org
- σφραγὶς μαράγδου δεδεμένη σειρᾶι χρυ-
σῆι, Ἀπολλοδώρου ἀνάθημα, ἄστατος·
- σφραγὶς μαράγδου δεδεμένη σειρᾶι χρυ-
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 3, 46 , 94b, @scaife.perseus, @el.wikisource
- Μαράγδων δὲ μνημονεύει Μένανδρος ἐν Παιδίῳ·
μάραγδον εἶναι ταῦτ’ ἔδει καὶ σάρδια.
ἄνευ δὲ τοῦ ς λεκτέον παρὰ γὰρ τὸ μαρμαίρειν ὠνόμασται τῷ διαυγὴς ὑπάρχειν.- ΣτΕ: Ο Αθήναιος ο Ναυκρατίτης παραθέτει ένα απόσπασμα του κωμικού ποιητή Μενάνδρου.
- Μαράγδων δὲ μνημονεύει Μένανδρος ἐν Παιδίῳ·
- ※ 3ος πκε αιώνας Ασκληπιάδης ο Σάμιος, Επίγραμμα XXIV στην ⌘ Παλατινή Ανθολογία, βιβλίο 12ο, επίγραμμα 163, στίχ. 1 (1-4) @perseus.tufts.edu
Πηγές
[επεξεργασία]- μάραγδος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις προπαροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ορυκτολογία (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα από επιγραφές (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αθήναιο (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)