Μετάβαση στο περιεχόμενο

μάρμαρο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μάρμαρο τα μάρμαρα
      γενική του μαρμάρου
& μάρμαρου
των μαρμάρων
    αιτιατική το μάρμαρο τα μάρμαρα
     κλητική μάρμαρο μάρμαρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
λευκό μάρμαρο

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μάρμαρο < ελληνιστική κοινή μάρμαρον[1] < μάρμαρος (θηλυκό) < αρχαία ελληνική μάρμαρος[1] (αρσενικό) < (ίσως) μαρμαίρω[2] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mer- (λάμπω, αστράφτω, φέγγω) ή προελληνική [3]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈmaɾ.ma.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μάρμαρο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μάρμαρο ουδέτερο

  1. σκληρό κρυσταλλικό πέτρωμα από ασβεστίτη, ποικίλων χρωμάτων, το οποίο χρησιμοποιείται στη γλυπτική, στην κατασκευή μνημείων ή ως διακοσμητικό υλικό στην οικοδομική (επένδυση δαπέδων, τοίχων κλπ.)
    μάρμαρο Πεντέλης
  2. (συνεκδοχικά) προτομή, άγαλμα
  3. αυτός που χαρακτηρίζεται από σκληρότητα και δύναμη ή διαθέτει γενναιότητα
  4. ο πολύ παγωμένος
  5. το μείγμα για σοβάτισμα που περιέχει μαρμαρόσκονη και το τελευταίο στρώμα του σοβά στο οποίο χρησιμοποιείται αυτό το μείγμα

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. 1 2 μάρμαρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  3. μάρμαρον - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.