Μετάβαση στο περιεχόμενο

μάσσω

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: μαλάσσω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μάσσω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mag-

μάσσω

  1. ψηλαφώ
  2. ζυμώνω με τα χέρια μου
  3. σφουγγίζω

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]