μάστερ πλαν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μάστερ πλαν < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από την αγγλική master plan (κύριο σχέδιο)

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

μάστερ πλαν ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]