μάστορας
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μάστορας | οι | μάστορες & μαστόροι |
γενική | του | μάστορα | των | μαστόρων |
αιτιατική | τον | μάστορα | τους | μάστορες & μαστόρους |
κλητική | μάστορα | μάστορες & μαστόροι | ||
Και με δεύτερους, λαϊκούς τύπους στον πληθυντικό. Επίσης, λαϊκότροπος πληθυντικός, μάστοροι. Δείτε και τον τύπο, ο μάστορης. | ||||
Κατηγορία όπως «χωροφύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μάστορας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μάστορας < *μαΐστορας < *μαγίστορας < ελληνιστική κοινή μαγίστωρ < λατινική magister[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μάστορας αρσενικό (θηλυκό μαστόρισσα)
- ειδικευμένος τεχνίτης με μεγάλη πείρα και υψηλή τεχνική κατάρτιση
- ⮡ σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες (Χρειάζεται επεξεργασία)
- (επάγγελμα) χτίστης
- ο αρχιτεχνίτης
- (μεταφορικά) κάποιος πολύ επιδέξιος σε έναν τομέα, που έχει παρουσιάσει αξιόλογο έργο
- ⮡ μάστορας του λόγου
- (προσφώνηση λαϊκότροπο, οικείο) ως προσφώνηση
- ⮡ Ρε μάστορα, πάρε το αυτοκίνητό σου από κει και μας έχει κλείσει το δρόμο!
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- βρήκε το μάστορά του : τον ειδήμονα, τον πιο ικανό, ώστε να τον βάλει επιτέλους στη θέση του
Συγγενικά
[επεξεργασία]- Μάστορας (επώνυμο)
- μαστορεύω
- μαστορική
- μαστορικά
- μαστοράκι
- μαστοριά
- τα μαστόρια
- η μαστοράντζα
- μαστόρισσα η σύζυγος του μάστορα
Σύνθετα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ μάστορας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'χωροφύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Προσφωνήσεις (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Οικείοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)