μάστροπα
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μάστροπα (ελληνιστική κοινή) σχηματισμός τύπου ουδέτερου γένους < αρχαία ελληνική μαστροπός, ουσιαστικό κοινού γένους + κατάληξη ουδέτερου πληθυντικού -α με μετακίνηση τόνου (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) (υποθετικός ενικός *μαστροπον)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]μάστροπα όψιμη ελληνιστική κοινή
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μαστροπός
- ※ 3ος πκε αιώνας Μανέθων, Αποτελεσματικά, (ψευδεπίγραφο), 5.1.306, @scaife.perseus
- μάστροπά τʼ ἔργα πελοῦντες,
- ※ 3ος πκε αιώνας Μανέθων, Αποτελεσματικά, (ψευδεπίγραφο), 5.1.306, @scaife.perseus
Πηγές
[επεξεργασία]- μαστροπός, μάστροπα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Δημιουργία λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Μετακινήσεις τόνου (ελληνιστική κοινή)
- Σελίδες για τεκμηρίωση (αρχαία ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)