μάτισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μάτισμα ουδέτερο
- το δέσιμο, η στερέωση μια επιμήκυνσης, η προσθήκη της με στέρεο τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μάτισμα
|