μάτσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μάτσα οι μάτσες
      γενική της μάτσας
    αιτιατική τη μάτσα τις μάτσες
     κλητική μάτσα μάτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μάτσα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μάτσα θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος) το σιδερένιο κατασκεύασμα που κρατάει την ποδιά ενός πρυμνιού πανιού
  2. σφυρί, βαριοπούλα (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

μάτσα ουδέτερο