μάχιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μάχιμος | η | μάχιμη | το | μάχιμο |
γενική | του | μάχιμου | της | μάχιμης | του | μάχιμου |
αιτιατική | τον | μάχιμο | τη | μάχιμη | το | μάχιμο |
κλητική | μάχιμε | μάχιμη | μάχιμο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μάχιμοι | οι | μάχιμες | τα | μάχιμα |
γενική | των | μάχιμων | των | μάχιμων | των | μάχιμων |
αιτιατική | τους | μάχιμους | τις | μάχιμες | τα | μάχιμα |
κλητική | μάχιμοι | μάχιμες | μάχιμα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]μάχιμος,η, ο
- ικανός να πολεμήσει
- μάχιμος πληθυσμός σε αντιδιαστολή προς τους αμάχους
- ικανός να αγωνιστεί, που αγωνίζεται ήδη
- μάχιμο στέλεχος του κόμματος (σε αντιδιαστολή προς το παροπλισμένο ή το κουρασμένο μέλος)
- ικανός να εργαστεί
- ↪ Είναι ακόμη μάχιμος, γιατί να βγει στη σύνταξη;
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μάχιμος
Πηγές
[επεξεργασία]- μάχιμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μάχιμος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μάχιμος < μάχομαι
Επίθετο
[επεξεργασία]μάχιμος, ος, ον
- οι στρατιώτες, η τακτική στρατιωτική δύναμη
- ※ 5ος/4oς αιώνας πκε ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 386b-386c
- ὡς οὔτε ἀληθῆ ἂν λέγοντας οὔτε ὠφέλιμα τοῖς μέλλουσιν μαχίμοις ἔσεσθαι.
- γιατί ούτε αληθινά είναι όσα λέγουν, ούτε ωφέλιμα για κείνους που θα γίνουν μια μέρα πολεμισταί.
- Μετάφραση (1911), Ιωάννης Γρυπάρης @greek‑language.gr
- ὡς οὔτε ἀληθῆ ἂν λέγοντας οὔτε ὠφέλιμα τοῖς μέλλουσιν μαχίμοις ἔσεσθαι.
- ※ 5ος/4oς αιώνας πκε ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 386b-386c
- αμφισβητήσιμος
- (στην Αίγυπτο) η κάστα των πολεμιστών
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 164.1
- Ἔστι δὲ Αἰγυπτίων ἑπτὰ γένεα, καὶ τούτων οἱ μὲν ἱρέες, οἱ δὲ μάχιμοι κεκλέαται, οἱ δὲ βουκόλοι, οἱ δὲ συβῶται, οἱ δὲ κάπηλοι, οἱ δὲ ἑρμηνέες, οἱ δὲ κυβερνῆται.
- Στους Αιγυπτίους υπάρχουν επτά τάξεις, οι οποίες ονομάζονται: ιερείς, στρατιωτικοί, βουκόλοι, χοιροβοσκοί, έμποροι, διερμηνείς, πηδαλιούχοι.
- Μετάφραση (1992), Λ. Ζενάκος: @greek‑language.gr
- Ἔστι δὲ Αἰγυπτίων ἑπτὰ γένεα, καὶ τούτων οἱ μὲν ἱρέες, οἱ δὲ μάχιμοι κεκλέαται, οἱ δὲ βουκόλοι, οἱ δὲ συβῶται, οἱ δὲ κάπηλοι, οἱ δὲ ἑρμηνέες, οἱ δὲ κυβερνῆται.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 164.1
- πολεμοχαρής
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- ἐς τό μάχιμον: στον πόλεμο
- οἱ μάχιμοι: το στράτευμα, οι στρατιώτες
- τὸ μάχιμον: αποτελεσματική πολεμική ισχύς
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- μάχιμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μάχιμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ηρόδοτο (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)