μέλλων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μέλλων < μετοχή του ρήματος μέλλω, αρχαία ελληνική μέλλων
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μέλλων αρσενικό
Επίθετο[επεξεργασία]
μέλλων αρσενικό (θηλυκό μέλλουσα, ουδέτερο μέλλον)
- ο μελλοντικός, δημοτική: ο μέλλοντας
- ο μέλλων σύζυγός μου, η μέλλουσα σύζυγός μου, η μέλλουσα ζωή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Ονομαστική | μέλλων | μέλλουσα | μέλλον | μέλλοντες | μέλλουσαι | μέλλοντα |
Γενική | μέλλοντος | μελλούσης | μέλλοντος | μελλόντων | μελλουσῶν | μελλόντων |
Δοτική | μέλλοντι | μελλούσῃ | μέλλοντι | μέλλουσι | μελλούσαις | μέλλουσι |
Αιτιατική | μέλλοντα | μέλλουσαν | μέλλον | μέλλοντας | μελλούσας | μέλλοντα |
Κλητική | μέλλων | μέλλουσα | μέλλον | μέλλοντες | μέλλουσαι | μέλλοντα |
Πτώσεις | Δυικός | |||||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | μέλλοντε | μελλούσα | μέλλοντε | |||
Γενική-Δοτική | μελλόντοιν | μελλούσαιν | μελλόντοιν |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μέλλων < μετοχή ενεστώτα του ρήματος μέλλω
Μετοχή[επεξεργασία]
μέλλων αρσενικό, μέλλουσα θηλυκό, μέλλον ουδέτερο
- που πρόκειται να
- λέγεται δ΄ αὐτὸν μέλλοντα ξυλληφθήσεσθαι ἐν τῇ ὁδῷ (Θουκυδίδης, 1.134.1.3)
- που σκέπτεται να, είναι αποφασισμένος να
- καὶ τότε ᾐσθάνοντο αὐτοὺς μέλλοντας καὶ ταύτῃ κωλύσειν (Θουκυδίδης, 1.107.3-4)
- (ως επίθετο) μελλοντικός
- ὅταν ἐς τὸν μέλλοντα καὶ ὅσον οὐ παρόντα πόλεμον (Θουκυδίδης, 1.36.1.7)
- ο ρηματικός τύπος που δηλώνει το μέλλον
Κατηγορίες:
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Καθαρεύουσα από τα αρχαία ελληνικά
- Καθαρεύουσα από τα αρχαία ελληνικά χωρίς κατηγορία
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά της καθαρεύουσας
- Αρχαία ελληνικά
- Μετοχές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)