μέντα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μέντα | οι | μέντες |
γενική | της | μέντας | — | |
αιτιατική | τη | μέντα | τις | μέντες |
κλητική | μέντα | μέντες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μέντα < (άμεσο δάνειο) ιταλική menta < λατινική menta / mentha < αρχαία ελληνική μίνθη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μέντα θηλυκό
- (φυτό, βότανο) αρωματικό ποώδες φυτό της οικογένειας των χειλανθών, με φαρμακευτικές και γαστρονομικές ιδιότητες και χρήσεις
- (γαστρονομία) ποτό, καραμέλα που έχει αρωματιστεί με μέντα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
μέντα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Βότανα (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Ποτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)