μένω κάγκελο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
- εκπλήσσομαι και μένω άναυδος, εμβρόντητος, κοκαλώνω, τα χάνω, μένω ακίνητος, άκαμπτος και άψυχος σαν το κάγκελο -φράση που ίσως πήγασε από τη στρατιωτική ορολογία για τη σωστή στάση της προσοχής
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μένω κάγκελο
|