μένω κόκαλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Έκφραση[επεξεργασία]

μένω κόκαλο

  • κοκαλώνω όταν μου έρχεται κάτι ξαφνικό, απρόσμενο, μένω εμβρόντητος, άναυδος, άκαμπτος, άψυχος και ακίνητος σαν κόκαλο, δεν ξέρω τι να πω και τι να κάνω, πώς να αντιδράσω -ίσως προέρχεται από την ακαμψία που παρουσιάζεται στο ανθρώπινο σώμα μετά το θάνατο.
  • Στην αργκό η έκφραση "μένω κόκαλο" χρησιμοποιείται για να δηλώσει την κατάσταση βραδυκινησίας που βρίσκεται κάποιος μετά την χρήση κατασταλτικών ή ψυχοδραστικών ουσιών (συνηθέστερα κάνναβης).


Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]