μένω τσέτουλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μένω τσέτουλα → δείτε τις λέξεις μένω και τσέτουλα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈmeno ˈt͡setula/

Έκφραση[επεξεργασία]

μένω τσέτουλα συνήθως στον αόριστο: έμεινα τσέτουλα

  1. (αργκό) μένω άφραγκος
     συνώνυμα: μένω ταπί, ταπί και ψύχραιμος
  2. (αργκό, μεταφορικά) μένω έκπληκτος, κατάπληκτος
    ※  Μόλις είδα το γιο να βάζει χέρι στο ταμείο του πατέρα του, έμεινα τσέτουλα. (από το Λεξικό Κάτου)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]