μένω τσέτουλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈmeno ˈt͡setula/
Έκφραση[επεξεργασία]
μένω τσέτουλα συνήθως στον αόριστο: έμεινα τσέτουλα
- (αργκό) μένω άφραγκος
- (αργκό, μεταφορικά) μένω έκπληκτος, κατάπληκτος
- ※ Μόλις είδα το γιο να βάζει χέρι στο ταμείο του πατέρα του, έμεινα τσέτουλα. (από το Λεξικό Κάτου)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μένω τσέτουλα
→ δείτε τη λέξη μένω ταπί |
Πηγές[επεξεργασία]
- μένω τσέτουλα pdf - Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'μένω τσέτουλα'.