μέσο μαζικής ενημέρωσης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μέσο μαζικής ενημέρωσης τα μέσα μαζικής ενημέρωσης
      γενική του μέσου μαζικής ενημέρωσης των μέσων μαζικής ενημέρωσης
    αιτιατική το μέσο μαζικής ενημέρωσης τα μέσα μαζικής ενημέρωσης
     κλητική μέσο μαζικής ενημέρωσης μέσα μαζικής ενημέρωσης
Συνήθως στον πληθυντικό
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μέσο μαζικής ενημέρωσης < → δείτε τις λέξεις μέσο, μαζικός και ενημέρωση

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈme.so ma.ziˈcis e.niˈme.ɾo.sis/

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

μέσο μαζικής ενημέρωσης ουδέτερο

  • τηλεπικοινωνιακό μέσο, όπως η τηλεόραση, το ραδιόφωνο, η εφημερίδα, που απευθύνεται στο σύνολο των ανθρώπων
    ※  Τα ατομικά δικαιώματα που καλύπτονται από τους όρους ιδιωτική ζωή, μυστικότητα, υπόληψη, τιμή και αξιοπρέπεια υποχωρούν εξ ορισμού μπροστά στο έννομο αγαθό που ονομάζεται «ελεύθερη έκφραση». Εδώ όμως ακριβώς εντοπίζεται το πρόβλημα. Στην πραγματικότητα, εκείνο που προστατεύεται δεν είναι η ελευθερία του ομιλούντος πολίτη, αλλά η ελευθερία των μέσων μαζικής ενημέρωσης να «δημοσιοποιούν» ό,τι θέλουν και για όποιον θέλουν, κατά το δοκούν.
    Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Η τυραννία των μέσων, Το Βήμα, 24 Νοεμβρίου 2008

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

  • ΜΜΕ (συντομογραφία)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]