μέσο μαζικής ενημέρωσης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μέσο μαζικής ενημέρωσης | τα | μέσα μαζικής ενημέρωσης |
γενική | του | μέσου μαζικής ενημέρωσης | των | μέσων μαζικής ενημέρωσης |
αιτιατική | το | μέσο μαζικής ενημέρωσης | τα | μέσα μαζικής ενημέρωσης |
κλητική | μέσο μαζικής ενημέρωσης | μέσα μαζικής ενημέρωσης | ||
Συνήθως στον πληθυντικό | ||||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]μέσο μαζικής ενημέρωσης ουδέτερο
- τηλεπικοινωνιακό μέσο, όπως η τηλεόραση, το ραδιόφωνο, η εφημερίδα, που απευθύνεται στο σύνολο των ανθρώπων
- ※ Τα ατομικά δικαιώματα που καλύπτονται από τους όρους ιδιωτική ζωή, μυστικότητα, υπόληψη, τιμή και αξιοπρέπεια υποχωρούν εξ ορισμού μπροστά στο έννομο αγαθό που ονομάζεται «ελεύθερη έκφραση». Εδώ όμως ακριβώς εντοπίζεται το πρόβλημα. Στην πραγματικότητα, εκείνο που προστατεύεται δεν είναι η ελευθερία του ομιλούντος πολίτη, αλλά η ελευθερία των μέσων μαζικής ενημέρωσης να «δημοσιοποιούν» ό,τι θέλουν και για όποιον θέλουν, κατά το δοκούν.
- Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Η τυραννία των μέσων, Το Βήμα, 24 Νοεμβρίου 2008
- ※ Τα ατομικά δικαιώματα που καλύπτονται από τους όρους ιδιωτική ζωή, μυστικότητα, υπόληψη, τιμή και αξιοπρέπεια υποχωρούν εξ ορισμού μπροστά στο έννομο αγαθό που ονομάζεται «ελεύθερη έκφραση». Εδώ όμως ακριβώς εντοπίζεται το πρόβλημα. Στην πραγματικότητα, εκείνο που προστατεύεται δεν είναι η ελευθερία του ομιλούντος πολίτη, αλλά η ελευθερία των μέσων μαζικής ενημέρωσης να «δημοσιοποιούν» ό,τι θέλουν και για όποιον θέλουν, κατά το δοκούν.
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- ΜΜΕ (συντομογραφία)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μέσο μαζικής ενημέρωσης
Πηγές
[επεξεργασία]- μαζικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)