μέσπιλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μέσπιλο τα μέσπιλα
      γενική του μεσπίλου
μέσπιλου
των μεσπίλων
    αιτιατική το μέσπιλο τα μέσπιλα
     κλητική μέσπιλο μέσπιλα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μέσπιλο < αρχαία ελληνική μέσπιλον

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈme.spi.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μέ‐σπι‐λο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μέσπιλο ουδέτερο

  • (παρωχημένο) καρπός, παρόμοιος με το μούσμουλο
    ※  Το ραφτόπουλο, του φαίνεται, πως έχει σκαλώσει στον λαιμό του κανένα στυφό μέσπιλο και δεν ημπορεί να καταπιή. (Γεώργιος Βιζυηνός, Tο μόνον της ζωής του ταξείδιον)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]