μέταλ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μέταλ < αγγλική metal < λατινική metallium < αρχαία ελληνική μέταλλον (αντιδάνειο)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈme.tal/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μέ‐ταλ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μέταλ θηλυκό άκλιτο
- (μουσική) η χέβι μέταλ, είδος μουσικής της ροκ
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- μέταλ στη Βικιπαίδεια
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)