μέτρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Κλιτή μορφή ουσιαστικού[επεξεργασία]
μέτρα
- μέτρο, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
μέτρα
- β΄πρόσωπο ενικού προστακτικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος μετρώ