μέτρησις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μέτρησῐς αἱ μετρήσεις
      γενική τῆς μετρήσεως τῶν μετρήσεων
      δοτική τῇ μετρήσει ταῖς μετρήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν μέτρησῐν τὰς μετρήσεις
     κλητική ! μέτρησῐ μετρήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μετρήσει
γεν-δοτ τοῖν  μετρησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μέτρησις < μετρέω / μετρῶ, μετρη- + -σις (-ησις)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μέτρησις, -εως θηλυκό

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]