μέτρο σύγκρισης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μέτρο σύγκρισης < → δείτε τις λέξεις μέτρο και σύγκριση

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

μέτρο σύγκρισης

  • αυτό με το οποίο όλα τα άλλα τα σχετικά με αυτό συγκρίνονται, αναμετρώνται ή ως προς το οποίο εξετάζονται
    Η οικονομία της Ιαπωνίας αποτελεί μέτρο σύγκρισης για τις οικονομίες των ανεπτυγμένων χωρών

Μεταφράσεις[επεξεργασία]