μέτωπο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μέτωπο | τα | μέτωπα |
γενική | του | μετώπου & μέτωπου |
των | μετώπων |
αιτιατική | το | μέτωπο | τα | μέτωπα |
κλητική | μέτωπο | μέτωπα | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μέτωπο < αρχαία ελληνική μέτωπον < μετά + ὤψ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₃okʷ- / *h₃ekʷ-
- (μετεωρολογική και στρατιωτική έννοια) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική front[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈme.to.po/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μέ‐τω‐πο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μέτωπο ουδέτερο
- (ανατομία) το τμήμα του προσώπου πάνω από τα φρύδια και κάτω από τα μαλλιά
- (κατʼ επέκταση) το μπροστινό τμήμα (π.χ. ενός κτηρίου)
- η κατεύθυνση προς την οποία κοιτάζει κάποιος ή κάτι
- (στρατιωτικός όρος) η στρατιωτική παράταξη προς τον εχθρό και ιδίως η πρώτη γραμμή της
- (κατʼ επέκταση) (στρατιωτικός όρος) χώρος εντός του οποίου διεξάγονται στρατιωτικές επιχειρήσεις
- ζώνη εντός της οποίας γίνεται κάτι
- κοινή δράση ατόμων ή ομάδων, συμμαχία για κοινό σκοπό
- (μετεωρολογία) αέρια ζώνη με κοινά χαρακτηριστικά πίεσης, θερμοκρασίας κ.λπ.
- ψυχρό μέτωπο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- έχω το μέτωπό μου καθαρό: δεν έχω διαπράξει καμιά παρανομία ή κάτι το ηθικώς επιλήψιμο
- ≈ συνώνυμα: έχω το μέτωπο ψηλά
- κατάρρευση του μετώπου:
- κατά μέτωπο:
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μέτωπο
στρατιωτικός όρος
[επεξεργασία]
- ↑ μέτωπο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μετεωρολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
- Ανθρώπινο σώμα (ελληνικά)