μέχρι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μέχρι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μέχρι, μέχρις[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈme.xri/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μέ‐χρι
Επίρρημα
[επεξεργασία]μέχρι (μόνον με άλλα επιρρήματα)
- (τοπικό, με επίρρημα τόπου)
μέχρι πού; - μέχρι(ς) εδώ/εκεί.
μέχρι κάτω/πάνω, από πάνω μέχρι κάτω
- (χρονικό, με επίρρημα χρόνου)
μέχρι πότε; - μέχρι τότε.
μέχρι χθες/σήμερα/αύριο
- (ποσοτικό, με επίρρημα ποσού)
- (εμφατικό, με «που», για να τονιστεί μία πράξη)
Και ποια γλώσσα δεν ξέρει αυτός, μέχρι που έμαθε και τα ιαπωνικά!
Πρόθεση
[επεξεργασία]μέχρι (με αιτιατική ή λόγια με γενική όπως στην αρχαία ελληνική)
- (τοπικό)
Περπάτησε από την Αθήνα μέχρι τη Θεσσαλονίκη.
(λόγιο, δείτε τις εκφράσεις) μέχρι(ς) ενός σημείου/ορίου
- (χρονικό)
μέχρι τη Δευτέρα/τον Ιανουάριο/τις 15 του μηνός
(λόγιο, δείτε τις εκφράσεις) μέχρι πρότινος/τούδε/στιγμής/συντελείας του κόσμου, μέχρις ώρας/εσχάτων
- (ποσοτικό)
μέχρι 50 κιλά.
παιδιά μικρά μέχρι μεγάλα.
(λόγιο, δείτε τις εκφράσεις) μέχρι(ς) εξαντλήσεως/αηδίας
- (εμφατικό, με «και») ακόμα και, έως και
(τοπικό) Ενδέχεται να έφτασαν οι αρχαίοι Έλληνες μέχρι και την Ισλανδία.
(χρονικό) Ορισμένοι άνθρωποι μέχρι και σήμερα λατρεύουν τους παλαιούς θεούς.
(ποσοτικό) Τεράστιες εκπτώσεις μέχρι και 70 τοις εκατό!
Σύνδεσμος
[επεξεργασία]μέχρι
- («μέχρι που να» ή «μέχρι να» με υποτακτική) ώσπου, ωσότου, έως ότου
- ※ Πολλοί κερδίζουν τις μάχες των εντυπώσεων, μέχρι που να αποκαλυφθεί η πραγματική τους αξία, που είναι στον νου και όχι στην εμφάνιση.
Μη σηκωθείς μέχρι να έρθει ο γιατρός.
- («μέχρι που» με παρελθονικό/ενεστωτικό/μελλοντικό χρόνο)
Δεν ξέραμε ότι ήταν ξένος μέχρι που άνοιξε το στόμα του.
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- μέχρι θανάτου
- μέχρι κεραίας
- μέχρι μυελού οστέων
- μέχρι να βγάλει ο ήλιος κέρατα
- μέχρι να πεις κύμινο/κρεμμύδι
- μέχρι νεωτέρας διαταγής
- μέχρι πρότινος
- μέχρι στιγμής
- μέχρι συντελείας του αιώνος
- μέχρι τελευταίας ρανίδος
- μέχρι τελικής πτώσεως
- μέχρι τούδε
- μέχρις αηδίας
- μέχρις αποδείξεως του αντιθέτου/εναντίου
- μέχρις εξαντλήσεως
- μέχρις ενός
- μέχρις ενός ορίου
- μέχρις ενός σημείου
- μέχρις εσχάτων
- μέχρις ότου
- μέχρις ώρας
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ μέχρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
[επεξεργασία]- μέχρι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- μέχρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μέχρῐ < απαθής βαθμίδα από
- 1. την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mé-ğʰri-s (τοπική: κοντά, έως) που συνδέεται με παλαιά αρμενική մերձ (μερτζ, κοντά), παλαιά αρμενική մերձենամ (μερτζεναμ, πλησιάζω) και ίσως αλβανική ndjerë (μέχρι, κοντά)
- 2. την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mé-ĝʰsr-i (ως σύνθετη λέξη) < *me- + *ǵʰes-
Σημειώσεις
- Στην ελληνική το *me- εμφανίζεται π.χ. στο μέσον και χρησιμοποιείτο ως βάση προθέσεων και επιρρημάτων πβ. μέσφᾰ, μετά και, στη μηδενική βαθμίδα, ἄχρι[1]
- Το δε *ǵʰes- μέσω του *ǵʰésōr (χέρι) μάς έδωσε το αρχαίο χείρ (γεν. χειρός) εξ ου και το σημερινό χέρι της ίδιας σημασίας και είναι συγγενές των παλαιά αρμενική ձեռն (τζερν, χέρι) και αλβανική dorë (χέρι)
- Ως επίρρημα βρίσκεται σε χρήση μόνον από πεζογράφους, πριν από προθέσεις όπως εἰς, πρός αντίστοιχα προς το λατινικό ū̆sque και πριν από άλλα επιρρήματα τόπου ή χρόνου
- Ως πρόθεση συντάσσεται με γενική (πρβλ. μέχρι οὗ).
- Ως σύνδεσμος απαντά συχνά μαζί με το οὗ στο μέχρις οὗ (ἄν) όπως ακριβώς και το ἄχρι στο ἄχρις οὗ (ἄν)
- Ο τύπος μέχρις υπάρχει για λόγους ευφωνίας αλλά δεν χρησιμοποιείται πάντοτε πριν από φωνήεν π.χ. μέχρι ἂν
Επίρρημα
[επεξεργασία]μέχρῐ και: μέχρῐς (ευφωνικό, πριν από φωνήεν)
- (τοπικό, πριν από πρόθεση τόπου)
- (τοπικό, πριν από επίρρημα τόπου)
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Σοφιστήςw, .222a
- Μέχρι μὲν τοίνυν ἐνταῦθα ὁ σοφιστὴς καὶ [ὁ] ἀσπαλιευτὴς ἅμα ἀπὸ τῆς κτητικῆς τέχνης πορεύεσθον.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Συμπόσιον, 210e
- Ὃς γὰρ ἂν μέχρι ἐνταῦθα πρὸς τὰ ἐρωτικὰ παιδαγωγηθῇ, θεώμενος ἐφεξῆς τε καὶ ὀρθῶς τὰ καλά
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Συμπόσιον, 217e
- μέχρι μὲν οὖν δὴ δεῦρο τοῦ λόγου καλῶς ἂν ἔχοι καὶ πρὸς ὁντινοῦν λέγειν
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Σοφιστήςw, .222a
- (χρονικό, πριν από επίρρημα χρόνου)
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης , Ὑπὲρ Κτησιφῶντος περὶ τοῦ Στεφάνου, 163
- καὶ εἰ μὴ προεξανέστημεν μικρόν, οὐδ᾽ ἀναλαβεῖν ἂν ἠδυνήθημεν· οὕτω μέχρι πόρρω προήγαγον οὗτοι
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Νόμοι, 686b
- καὶ τοῦτο δὴ πρὸς τὰ δύο μέρη πολεμοῦν οὐ πώποτε πέπαυται μέχρι τὰ νῦν: ἐπεὶ γενομένη γε ἡ τότε διάνοια καὶ συμφωνήσασα εἰς ἕν, ἀνυπόστατον ἄν τινα δύναμιν ἔσχε κατὰ πόλεμον.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης , Ὑπὲρ Κτησιφῶντος περὶ τοῦ Στεφάνου, 163
Πρόθεση
[επεξεργασία]μέχρῐ (καταχρηστική πρόθεση) (με γενική) και: μέχρῐς (ευφωνικός, πριν από φωνήεν)
- (τοπικό) έως, ως
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 13 (Ν. Μάχη ἐπὶ ταῖς ναυσί.), στίχ. 143
- ὣς Ἕκτωρ ἧος μὲν ἀπείλει μέχρι θαλάσσης
ῥέα διελεύσεσθαι κλισίας καὶ νῆας Ἀχαιῶν
κτείνων
- ὣς Ἕκτωρ ἧος μὲν ἀπείλει μέχρι θαλάσσης
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 13 (Ν. Μάχη ἐπὶ ταῖς ναυσί.), στίχ. 143
- (για μέτρο, βαθμό) ως, εφόσον
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 3, 82.8
- παντὶ δὲ τρόπῳ ἀγωνιζόμενοι ἀλλήλων περιγίγνεσθαι ἐτόλμησάν τε τὰ δεινότατα ἐπεξῇσάν τε τὰς τιμωρίας ἔτι μείζους, οὐ μέχρι τοῦ δικαίου καὶ τῇ πόλει ξυμφόρου προτιθέντες
- μέχρι τοῦ δικαίου - ως το βαθμό που συνάδει με/εφόσον συμφωνεί με/το επιτρέπει το δίκαιο
- παντὶ δὲ τρόπῳ ἀγωνιζόμενοι ἀλλήλων περιγίγνεσθαι ἐτόλμησάν τε τὰ δεινότατα ἐπεξῇσάν τε τὰς τιμωρίας ἔτι μείζους, οὐ μέχρι τοῦ δικαίου καὶ τῇ πόλει ξυμφόρου προτιθέντες
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 6, 498e
- ἄνδρα δὲ ἀρετῇ παρισωμένον καὶ ὡμοιωμένον μέχρι τοῦ δυνατοῦ τελέως ἔργῳ τε καὶ λόγῳ
- μέχρι τοῦ δυνατοῦ - ως το βαθμό που είναι δυνατόν, εφόσον είναι δυνατόν
- ἄνδρα δὲ ἀρετῇ παρισωμένον καὶ ὡμοιωμένον μέχρι τοῦ δυνατοῦ τελέως ἔργῳ τε καὶ λόγῳ
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 3, 82.8
Φράσεις
[επεξεργασία]- μέχρι μέσου ἡμέρας - έως το μεσημέρι
- μέχρι λίθου καὶ ἀκοντίου βολῆς - αρκετά κοντά για να ρίξει κανείς πέτρες ή βελάκια
- μέχρι τοῦδε - έως αυτήν τη στιγμή/τώρα/σήμερ, έως εκείνη τη στιγμή/τότε
Σύνδεσμος
[επεξεργασία]μέχρῐ και: μέχρῐς (ευφωνικός, πριν από φωνήεν)
- (χρονικό) ωσότου, ίσαμε, έως
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 4, 2:1
- ἔνιοι δὲ τῶν λοχαγῶν, εἰ μὴ ταύτῃ δύναιντο, ἄλλῃ ἐπειρῶντο· καὶ ταῦτα ἐποίουν μέχρι σκότος ἐγένετο
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 4, 2:1
- στο μεταξύ χρονικό διάστημα, ενώ
- («μέχρις οὗ ἄν» ή «μέχρις ἄν» με υποτακτική) μέχρις ότου, μέχρι να
- πβ. ἄχρις οὗ ἄν, ἄχρις ἄν
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Περὶ ἀναπνοῆς, 479b
- ἡ δὲ συμβαίνουσα σφύξις τῆς καρδίας͵ ἣν ἀεὶ φαίνεται ποιουμένη συνεχῶς͵ ὁμοία φύμασίν ἐστιν͵ ἣν ποιοῦνται κίνησιν μετ΄ ἀλγηδόνος διὰ τὸ παρὰ φύσιν εἶναι τῷ αἵματι τὴν μεταβολήν· γίνεται δὲ μέχρις οὗ ἂν πυωθῇ πεφθέν.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 1, 2:1
- ταῦτα οἱ στρατηγοὶ Κύρῳ ἀπήγγελλον· ὁ δ’ ὑπέσχετο ἀνδρὶ ἑκάστῳ δώσειν πέντε ἀργυρίου μνᾶς, ἐπὰν εἰς Βαβυλῶνα ἥκωσι, καὶ τὸν μισθὸν ἐντελῆ μέχρι ἂν καταστήσῃ τοὺς Ἕλληνας εἰς Ἰωνίαν πάλιν.
- (εδώ ο ευφωνικός τύπος «μέχρις» δεν χρησιμοποιείται παρά το ακόλουθο φωνήεν)
- ταῦτα οἱ στρατηγοὶ Κύρῳ ἀπήγγελλον· ὁ δ’ ὑπέσχετο ἀνδρὶ ἑκάστῳ δώσειν πέντε ἀργυρίου μνᾶς, ἐπὰν εἰς Βαβυλῶνα ἥκωσι, καὶ τὸν μισθὸν ἐντελῆ μέχρι ἂν καταστήσῃ τοὺς Ἕλληνας εἰς Ἰωνίαν πάλιν.
- Σημείωση: σπάνια το «ἄν» παραλείπεται
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 119.4
- ἢν μέντοι ἐπίῃ καὶ τὴν ἡμετέρην ἄρξῃ τε ἀδικέων, καὶ ἡμεῖς οὐ πεισόμεθα, μέχρι δὲ τοῦτο ἴδωμεν, μενέομεν παρ᾽ ἡμῖν αὐτοῖσι·
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- Liddell, Henry George. Scott, Robert, Αν. Κωνσταντινίδης (εκδ.) Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Μετάφραση: Ξενοφών Π. Μόσχος. Επιμέλεια: Μιχαήλ Κωνσταντινίδης. Τυπογραφικά Καταστήματα Ανέστη Κωνσταντινίδη (1901-1906). Ανατύπωση: Ι. Σιδέρης, χ.χ. Τόμοι 4. - online στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Μαθηματικών
- μέχρι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προθέσεις (νέα ελληνικά)
- Σύνδεσμοι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επιρρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Τοπικά επιρρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Πλάτωνα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Χρονικά επιρρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Δημοσθένη (αρχαία ελληνικά)
- Προθέσεις (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Ιλιάδα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Θουκυδίδη (αρχαία ελληνικά)
- Σύνδεσμοι (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ξενοφώντα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αριστοτέλη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ηρόδοτο (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)