Μετάβαση στο περιεχόμενο

μήκος κύματος

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μήκος κύματος <  δείτε τις λέξεις μήκος και κύμα στη γενική ενικού  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

μήκος κύματος ουδέτερο

  1. (φυσική) η σταθερή απόσταση ανάμεσα σε δύο κορυφές ή κοιλίες ενός κύματος
  2. η συχνότητα εκπομπής των ραδιοφωνικών σταθμών
  3. (μεταφορικά) η ποιότητα επικοινωνίας ανάμεσα σε δύο ανθρώπους
      βρισκόμαστε το ίδιο μήκος κύματος, παρά τις δυσκολίες

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]