μῆλον

Από Βικιλεξικό
(Ανακατεύθυνση από μήλον)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Μῆλος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μῆλον τὰ μῆλ
      γενική τοῦ μήλου τῶν μήλων
      δοτική τῷ μήλ τοῖς μήλοις
    αιτιατική τὸ μῆλον τὰ μῆλ
     κλητική ! μῆλον μῆλ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μήλω
γεν-δοτ τοῖν  μήλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

μῆλον < προελληνικής προέλευσης, αβέβαιο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μῆλον ουδέτερο

  1. (φρούτο) το μήλο, γενικά: κάθε οπωροφόρο δέντρο
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 978 (977-978)
    ἠλείψατο δ᾽ ἂν τοὐμφαλοῦ οὐδεὶς παῖς ὑπένερθεν τότ᾽ ἄν, ὥστε | τοῖς αἰδοίοισι δρόσος καὶ χνοῦς ὥσπερ μήλοισιν ἐπήνθει·
    Τα παιδιά δεν αλείβονταν τότε ποτές απ᾽ τ᾽ αφάλι και κάτω· | ένα χνούδι έτσι ανθούσε εκεί κάτω πολύ δροσερό, καθώς χνούδι απαλό σε κυδώνια.
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
  2. (μεταφορικά) το γυναικείο στήθος
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ἀριστοφάνης, Λυσιαστράτη, στίχ. 155 (155-156)
    ὁ γῶν Μενέλαος τᾶς Ἑλένας τὰ μᾶλά πα | γυμνᾶς παραϊδὼν ἐξέβαλ᾽, οἰῶ, τὸ ξίφος.
    Όμοια το ᾽παθε κάποτε ο Μενέλας. Σα χίμηξε να σφάξει την Ελένη | κι αντίκρισε τ᾽ αφράτα της κυδώνια γυμνά, πέταξε πέρα το σπαθί του!
    Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ἀριστοφάνης, Ἐκκλησιάζουσαι, στίχ. 903 (900-904)
    μὴ φθόνει ταῖσιν νέαισι· | τὸ τρυφερὸν γὰρ ἐμπέφυκε | τοῖς ἁπαλοῖσι μηροῖς, | κἀπὶ τοῖς μήλοις ἐπαν- | θεῖ·
    Μη ζηλεύεις τις μικρούλες | και τα τρυφερούδια, πὄχουν | απαλά μεριά και στήθος | δυο μελοροδάκινα!
    Μετάφραση (1970): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
  3. (ανθρώπινο σώμα) οι παρειές, τα μάγουλα
  4. (ανατομία) οι αμυγδαλές
  5. κύπελλο σε σχήμα μήλου
  6. (κατά τον Ησύχιο) το πρήξιμο κάτω από τα μάτια

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

μῆλον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *meh₁l-[1] (μοσχαράκι, μικρό ζώου)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μῆλον ουδέτερο

  1. (θηλαστικό ζώο) το πρόβατο
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 18 (σ. Ὀδυσσέως καὶ Ἴρου πυγμή.), στίχ. 278
    αὐτοὶ τοί γ᾽ ἀπάγουσι βόας καὶ ἴφια μῆλα,
    φέρνουν αυτοί δικά τους βόδια, δικά τους πρόβατα παχιά,
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    ※  5ος↑ αιώνας Εὐριπίδης, Κύκλωψ, στίχ. 35 (34-35)
    ὡς τόν τ᾽ ἀπόντα δεσπότην Κύκλωπ᾽ ἐμὸν | καθαροῖσιν ἄντροις μῆλά τ᾽ ἐσδεχώμεθα.
    Να στραφτοκοπά από πάστρα η σπηλιά, σαν θα γυρίσει | ο αφέντης μου ο Κύκλωψ — και τα πρόβατα μαζί του.
    Μετάφραση χ.χ.: Β. Λιαπή, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
  2. (γενικά) (για πρόβατα, βοοειδή, θηρία) κοπάδι, αγέλη
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 10 (Κ. Δολώνεια.), στίχ. 485 (στίχοι 485-486)
    ὡς δὲ λέων μήλοισιν ἀσημάντοισιν ἐπελθών, | αἴγεσιν ἢ ὀΐεσσι, κακὰ φρονέων ἐνορούσῃ,
    Και ως όταν πέσει λέοντας πόχει στον νουν του φόνους | μέσα εις αφύλακτην κοπήν ερίφων ή προβάτων,
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  3. (γενικά) ζώα (σε αντιδιαστολή με τους ανθρώπους)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.

Πηγές[επεξεργασία]