μήλο το αρμενιακό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μήλο το αρμενιακό < αρχαία ελληνική μῆλον τό ἀρμενιακόν

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

μήλο το αρμενιακό ή αρμενιακό μήλο ουδέτερο

  • το βερίκοκο, όπως το αποκαλούσαν οι αρχαίοι Έλληνες

Μεταφράσεις[επεξεργασία]