μήρινθος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
![]() |
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | μήρινθος | μήρινθοι |
γενική | μηρίνθου | μηρίνθων |
αιτιατική | μήρινθο | μηρίνθους |
κλητική | μήρινθε μήρινθο* |
μήρινθοι |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μήρινθος < αρχαία ελληνική μήρινθος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μήρινθος θηλυκό
- (παλαιογραφία) το νήμα, η κλωστή που συνδέει το μολυβδόβουλο με το έγγραφο σε αρχαίο ή μεσαιωνικό χειρόγραφο κώδικα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μήρινθος